αμέτρητος

αμέτρητος
-η, -ο (Α ἀμέτρητος, -η, -ον και -ος, -ον) [μετρῶ]
1. αυτός που δεν μετρήθηκε ή δεν μπορεί να μετρηθεί, ο άμετρος, ο ανυπολόγιστος
2. αναρίθμητος, πολυπληθύς, πολυάριθμος
νεοελλ.
αυτός που δεν έχει μετρηθεί με ακρίβεια, δεν έχει καταμετρηθεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < - στερ. + μετρητός < μετρῶ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ἀμέτρητος — masc nom sg ἀμέτρητος masc/fem nom sg ἀμετρητος immeasurable masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αμέτρητος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που δε μετρήθηκε: Κάνεις άσχημα να παίρνεις τα ρέστα αμέτρητα. 2. αυτός τον οποίο δεν μπορεί να μετρήσει κανείς: Τα άστρα είναιαμέτρητα. 3. πάρα πολύς, πολυάριθμος: Τον συμβούλεψα αμέτρητες φορές, αλλά άδικα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀμετρήτως — ἀμέτρητος adverbial ἀμέτρητος masc acc pl (doric) ἀμέτρητος adverbial ἀμέτρητος masc/fem acc pl (doric) ἀμετρητος immeasurable adverbial ἀμετρητος immeasurable masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμέτρητον — ἀμέτρητος masc acc sg ἀμέτρητος neut nom/voc/acc sg ἀμέτρητος masc/fem acc sg ἀμέτρητος neut nom/voc/acc sg ἀμετρητος immeasurable masc/fem acc sg ἀμετρητος immeasurable neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμετρήτων — ἀμέτρητος fem gen pl ἀμέτρητος masc/neut gen pl ἀμέτρητος masc/fem/neut gen pl ἀμετρητος immeasurable masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμετρήτοιο — ἀμέτρητος masc/neut gen sg (epic) ἀμέτρητος masc/fem/neut gen sg (epic) ἀμετρητος immeasurable masc/fem/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμετρήτοις — ἀμέτρητος masc/neut dat pl ἀμέτρητος masc/fem/neut dat pl ἀμετρητος immeasurable masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμετρήτοισι — ἀμέτρητος masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) ἀμέτρητος masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) ἀμετρητος immeasurable masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμετρήτοισιν — ἀμέτρητος masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) ἀμέτρητος masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) ἀμετρητος immeasurable masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμετρήτου — ἀμέτρητος masc/neut gen sg ἀμέτρητος masc/fem/neut gen sg ἀμετρητος immeasurable masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”