- αμέτρητος
- -η, -ο (Α ἀμέτρητος, -η, -ον και -ος, -ον) [μετρῶ]1. αυτός που δεν μετρήθηκε ή δεν μπορεί να μετρηθεί, ο άμετρος, ο ανυπολόγιστος2. αναρίθμητος, πολυπληθύς, πολυάριθμοςνεοελλ.αυτός που δεν έχει μετρηθεί με ακρίβεια, δεν έχει καταμετρηθεί.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- στερ. + μετρητός < μετρῶ].
Dictionary of Greek. 2013.